ἀραχνοειδοῦς

ἀραχνοειδοῦς
ἀραχνοειδής
like a cobweb
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υποσκληρίδιος — α, ο, Ν (ανατ. ιατρ.) αυτός που βρίσκεται ή συντελείται ή εντοπίζεται στον μεταξύ σκληράς και αραχνοειδούς μήνιγγας τού εγκεφάλου ή τού νωτιαίου μυελού χώρο («υποσκληρίδιο αιμάτωμα») 2. φρ. «υποσκληρίδιος χώρος» ανατ. ο σχισμοειδής χώρος μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • γαλεώδης — (galeodes). Αραχνοειδές της οικογένειας των ηλιοφύγων. Οι γ. είναι ψευδοσκορπιοί, διαδεδομένοι σε θερμές και άνυδρες περιοχές. Τα γνωστότερα είδη είναι ο γ. ο ελληνικός και ο γ. ο αραχνοειδής. Και τα δύο είναι κιτρινόξανθα έντομα με πυκνές και… …   Dictionary of Greek

  • υπαραχνοειδής — ές, Ν 1. (ανατ. ιατρ.) αυτός που βρίσκεται ή που εκδηλώνεται ή που συμβαίνει κάτω από την αραχνοειδή μήνιγγα («υπαραχνοειδής αιμορραγία») 2. φρ. α) «υπαραχνοειδής χώρος» (ανατ. ιατρ.) ο μεταξύ τής αραχνοειδούς και χοριοειδούς μήνιγγας τού… …   Dictionary of Greek

  • ιχνευμονίδες — (ichneumonidae).Οικογένεια υμενόπτερων εντόμων, που περιλαμβάνει περίπου 30.000 είδη –τα περισσότερα από κάθε άλλη οικογένεια υμενοπτέρων–, διαδεδομένα στις εύκρατες περιοχές του βορείου ημισφαιρίου. Το σώμα τους, του οποίου το χρώμα και οι… …   Dictionary of Greek

  • μήνιγγες — Μεμβράνες που περιβάλλουν το κεντρικό νευρικό σύστημα, δηλαδή τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο σωλήνα. Είναι τρεις· από τα έξω προς τα μέσα: η σκληρά, ινώδους σύστασης και πολύ ανθεκτική, η αραχνοειδής, που στερείται αγγείων, είναι λεπτότατη και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”